- σιγκέλ(λ)α
- η, Ν(μικρβλ.) γένος ραβδόμορφων, αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων τής οικογένειας εντεροβακτηριίδες, μερικά είδη τού οποίου αποτελούν, φυσιολογικά, μέρος τής βακτηριακής χλωρίδας τού εντέρου, αλλά μπορεί να προκαλέσουν δυσεντερία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. shigella < Shiga Kiyoshi, όν. Ιάπωνα βακτηριολόγου που ανακάλυψε το βακτήριο + κατάλ. -ella].
Dictionary of Greek. 2013.