σιγκέλ(λ)α

σιγκέλ(λ)α
η, Ν
(μικρβλ.) γένος ραβδόμορφων, αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων τής οικογένειας εντεροβακτηριίδες, μερικά είδη τού οποίου αποτελούν, φυσιολογικά, μέρος τής βακτηριακής χλωρίδας τού εντέρου, αλλά μπορεί να προκαλέσουν δυσεντερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. shigella < Shiga Kiyoshi, όν. Ιάπωνα βακτηριολόγου που ανακάλυψε το βακτήριο + κατάλ. -ella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιγκέλ(λ)ωση — η, Ν ιατρ. εντερική πάθηση, δυσεντερία τών ανθρώπων και τών ζώων, η οποία οφείλεται στα βακτήρια σιγκέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. shigellosis < shigella «σιγκέλ(λ)α» + κατάλ. osis (< ωσις)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ίστγουντ, Κλιντ — (Clint Eastwood, Σαν Φρανσίσκο 1930 –).Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, πριν γίνει γνωστός από τα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέικερ, Άλαν — (Alan Baker, Λονδίνο 1939 ). Άγγλος μαθηματικός. Έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το Κολέγιο Τρίνιτι του Λονδίνου και συνέχισε με έρευνα στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ. Το 1974 ονομάστηκε καθηγητής στην έδρα Καθαρών μαθηματικών του Πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”